- ἐγγόνων
- ἔγγονοςgrandsonmasc/fem/neut gen plἔγγονοςgrandsonmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βερντέν — (Verdun). Πόλη (19.500 κάτ. το 2002) της βορειοανατολικής Γαλλίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λορένης, κοντά στον ποταμό Μεζ της ομώνυμης περιοχής. Τo B. ήταν στην αρχαιότητα αποικία Κελτών και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αναδείχτηκε σε… … Dictionary of Greek
Κάιν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πρωτότοκος γιος του Αδάμ και της Εύας. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη επιδόθηκε στην καλλιέργεια της γης και από τα προϊόντα της καλλιέργειας αυτής προσέφερε θυσία στον Θεό. Ο Θεός, όμως, προτίμησε τη θυσία του αδελφού του,… … Dictionary of Greek
Τσιμαρόζα, Ντομένικο — (Cimarosa, Αβέρσα, Καζέρτα 1749 – Βενετία 1801). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός χτίστη και μιας πλύστρας, σε ηλικία εφτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και ύστερα από μια περίοδο επαιτείας τον εμπιστεύτηκαν στους καλόγερους ενός μοναστηριού στο… … Dictionary of Greek